-
1 ορθρος
ὅ рассвет, утренняя заря, раннее утроἀπ΄ ὄρθρου μέχρι περ ἂν ἥλιος ἀνίσχῃ Plat. — от рассвета до восхода солнца;
ὑπ΄ ὄρθρον Batr., NT., ὄρθρου Hes., ἐπειδὰν ὄ. ᾖ и κατ΄ или πρὸς ὄρθρον Arph., ἅμα ὄρθρῳ, ὄρθρου γενομένου и τὸν ὄρθρον Her. etc., περὴ ὄρθρον Thuc., εἰς ὄρθρον Xen. — с рассветом, на рассвете, на заре; -
2 ὄρθρος
ὄρθρος, ὁ,A the time just before or about daybreak, dawn, cock-crow (),τάχα δ' ὄ. ἐγίγνετο δημιοεργός h.Merc.98
;ἐπειδὰν ὄ. ᾖ Ar.Ach. 256
, cf. Av. 496, etc. ; at dawn,Hes.
Op. 577, Sopat.25, Aristopho 10 ;ὄρθρου γενομένου Hdt.1.198
;ἅμα ὄρθρῳ Id.7.188
, Th.3.112, etc. ;ἐς ὄρθρον Theoc.18.56
, cf. X.Cyn.6.6 ;κατ' ὄρθρον Ar.V. 772
;περὶ ὄρθρον Th.6.101
(cf. περίορθρος) ; πρὸς ὄρθρον towards dawn, Ar.Lys. 1089 ;πρὸς ὄρθρον γ' ἐστίν Id.Ec.20
;ὑπ' ὄρθρον Batr.103
;ὑπὸ τὸν ὄ. D.C.76.17
; τὸν ὄ., abs., in the morning, Hdt.4.181 ; δι' ὄρθρων each morning early, E.El. 909 ; ὄ. βαθύς dim morning twilight,ἀλλὰ νῦν ὄ. β. Ar.V. 216
, cf. Pl. Cri. 43a, Theoc.18.14 ;τῆς παρελθούσης νυκτὸς.., ἔτι βαθέος ὄ. Pl.Prt. 310a
, cf. Ev.Luc.24.1.
См. также в других словарях:
όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… … Dictionary of Greek